- κλοπῶν
- κλοπήtheftfem gen plκλοπόςthiefmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
καμόρα — (Camorra). Μυστική οργάνωση με μεγάλη δύναμη, που άρχισε να δραστηριοποιείται στη νότια Ιταλία το 1820. Η πρώτη εμφάνιση της οργάνωσης αναφέρεται στην Ισπανία, στη γλώσσα της οποίας σημαίνει φιλονικία. Η Κ. αρχικά επικέντρωσε τις ενέργειές της… … Dictionary of Greek
κλεπτομανία — η (ψυχιατρ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την εκτέλεση κλοπών κατ επανάληψη συνοδευόμενων από αγχώδη εσωτερική τάση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomanie < clepto (πρβλ. κλέπτω) + manie (πρβλ. μανία < μανία < μαίνομαι).… … Dictionary of Greek
σιλό — Βιομηχανική κατασκευή κυρίως από σκυρόδεμα, προορισμένη για εναποθήκευση δημητριακών, χημικών προϊόντων, μεταλλευμάτων κ.ά. προϊόντων, απόλυτα προφυλαγμένων από τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν και σ. τα οποία είναι κατασκευασμένα κατά τρόπο ικανό … Dictionary of Greek